Τα απογεύματα που δεν χρειάζεται να πιω κι άλλο καφέ και δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα άλλο πέρα από το να τα επιζήσω και δεν ακούγεται ούτε ο αέρας, ούτε ο ήλιος, ούτε τα αυτοκίνητα -ούτε καν η τηλεόραση- και έχω διαβάσει ένα άρθρο εφημερίδας ή δύο, περνάνε σαν τις σκέψεις μου οι στίχοι που γράφονται μόνοι τους στο μυαλό μου όταν είμαι χαρούμενη ή όταν φοβάμαι τη σκιά μου.
Ψάλλουν μέσα μου τραγούδια από άλλα χρόνια, όχι τόσο παλιά ούτε τόσο πρόσφατα. Από τη στιγμή που έμαθα ότι μπορώ να αγαπώ τις ανάσες μου όταν λιάζει και τις θλίψεις μου όταν περνάνε οι μέρες χωρίς οι μέρες να μου δίνουν όσα ζητάω και με το να μου παίρνουν όλες εκείνες τις μικρές στιγμές που αγάπησα τα καλοκαίρια σαν εγκεφαλικά κύτταρα που σκάνε από τη ζέστη και το αλκοόλ.
"Σκάσε" είπε, "όχι σκάσε εσύ" ΄φωναζε εκείνη και όσο και να έλουζε ο ήλιος με φως τα δωμάτια που αγάπησα εγώ δεν μπορούσα να θυμηθώ τι είναι εκείνο που με συναρπάζει ή που με αγχώνει περισσότερο όταν συννεφιάζει ο ουρανός.
Δεν είναι ούτε τα ποιήματά μου, ούτε οι κομμένες μου ανάσες. Μα είναι τα χρόνια που περνάνε και οι σκέψεις μου γερνάνε, πρώτα αυτές και μετά εγώ. Η θλιβερή ανησυχία για ένα μέλλον πιο λαμπρό από ό,τι περιμένω, η αναγέννηση κι ο φόβος της απόρριψης ξανά και ξανά.
Κι οι μελωδίες μου γερνάνε μαζί μου.
Και οι αέρες δε με σκιάζουν πια.
Φορτώθηκα τις αγωνίες μου στην πλάτη και βγήκα για σεργιάνι. Και κάθε φορά που κλειδώνω την πόρτα πίσω μου ακούω μια μικρή φωνή.
Γιατί οι σκέψεις μου είναι πιο βαριές απ'τη συνήθεια. Κι η ανάγκη μου είναι αυτή που μεγαλώνει.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment